προχειροτης

προχειροτης
    προχειρότης
    προ-χειρότης
    -ητος ἥ подготовленность, (искусное) владение
    

(τῆς ὕλης Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προχειροτης" в других словарях:

  • προχειρότης — readiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρότητα — προχειρότης readiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρότητα — η / προχειρότης, ητος, ΝΑ [πρόχειρος] νεοελλ. η ιδιότητα τού πρόχειρου, η έλλειψη μελέτης ή επεξεργασίας ή τής απαραίτητης προσοχής («το διάβασε με προχειρότητα») αρχ. 1. το να είναι κάτι πρόχειρο, εύκολο να χρησιμοποιηθεί («προχειρότητες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»